σύντοπος

σύντοπος
ὁ, Α
συντοπίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ἔν-τοπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύντοποι — σύντοπος fellow resident masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντοπίτης — ο, ΝΜ, θηλ. συντοπίτισσα Ν συγχωριανός, συμπατριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντοπος «αυτός που προέρχεται από τον ίδιο τόπο» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πολ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • συντόπωσις — ώσεως, ἡ, Α σύμπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντοπος «συντοπίτης», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *συντοπῶ, όω] …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”